Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προεξοφλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προεξοφλ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [prɔɛksɔˈflɔ] VERB μεταβ

1. προεξοφλώ (γραμμάτιο):

προεξοφλώ

2. προεξοφλώ (καταβάλλω πρόωρα):

προεξοφλώ

3. προεξοφλώ μτφ (κρίνω πρόωρα):

προεξοφλώ

Παραδειγματικές φράσεις με προεξοφλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский