Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „πραματευτής“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Hausierer(in) αρσ θηλ
πραματευτής (πραματευτού) αρσ θηλ οικ
γυρολόγος/πραματευτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский