Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πουδράρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πουδράρ|ω <-ισα, -ίσταηκα, -ισμένος> [puˈðrarɔ] VERB μεταβ

πουδράρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский