Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολυσύχναστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολυσύχναστ|ος <-η, -ο> [pɔliˈsixnastɔs] ΕΠΊΘ

1. πολυσύχναστος (τόπος, κέντρο):

πολυσύχναστος

2. πολυσύχναστος (δρόμος):

πολυσύχναστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский