Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολυλογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πολυλογ|ώ <-είς, -ησα> [pɔlilɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

πολυλογώ

II . πολυλογ|ώ <-είς, -ησα> [pɔlilɔˈɣɔ] VERB μεταβ

τα πολυλογώ

Παραδειγματικές φράσεις με πολυλογώ

τα πολυλογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский