Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολυκαιρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολυκαιρία [pɔlicɛˈria] SUBST θηλ

πολυκαιρία
Alter ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский