Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πολυαρχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πολυαρχικ|ός <-ή, -ό> [pɔliarçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πολυαρχικός ΠΟΛΙΤ:

πολυαρχικός

2. πολυαρχικός φιλος:

πολυαρχικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский