Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποικιλία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποικιλία [piciˈlia] SUBST θηλ

1. ποικιλία (ανομοιότητα πλήθους πραγμάτων):

ποικιλία
Vielfalt θηλ

2. ποικιλία (παραλλαγή, είδος):

ποικιλία
Sorte θηλ
ποικιλία μήλου
Apfelsorte θηλ
ποικιλία τυριών
Käsesorte θηλ
ποικιλία πατάτας θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ποικιλία

ποικιλία μήλου
Apfelsorte θηλ
ποικιλία τυριών
Käsesorte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский