Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλοήγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλοήγησ|η <-εις> [plɔˈijisi] SUBST θηλ

1. πλοήγηση (πράξη πλοηγού):

πλοήγηση
Lotsen ουδ

2. πλοήγηση (οδήγηση):

πλοήγηση ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ
Navigation θηλ

3. πλοήγηση (στο διαδίκτυο):

πλοήγηση
Surfen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский