Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιστοδότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιστοδότης [pistɔˈðɔtis] SUBST αρσ

πιστοδότης
Kreditgeber αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский