Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιορισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιορισμέν|ος <-η, -ο> [pɛriɔrizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. περιορισμένος:

περιορισμένος

2. περιορισμένος (αντίληψη):

περιορισμένος

Παραδειγματικές φράσεις με περιορισμένος

περιορισμένος ορθολογισμός ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский