Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περικόπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περι|κόβω [pɛriˈkɔvɔ], περι|κόπτω [pɛriˈkɔptɔ] <-κοψα [ή -έκοψα], -κόπηκα, -κομμένος> VERB μεταβ

1. περικόβω (μισθό):

2. περικόβω (έξοδα):

3. περικόβω (βιβλίο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский