Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περικλείω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περι|κλεί(ν)ω <-έκλεισα, -κλείστηκα, -κλεισμένος> [pɛriˈkli(n)ɔ] VERB μεταβ

1. περικλεί(ν)ω (κλείνω από παντού):

2. περικλεί(ν)ω (περιέχω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский