Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεζογραφικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεζογραφικ|ός <-ή, -ό> [pɛzɔɣrafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πεζογραφικός
Prosa-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский