Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεδικλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πεδικλώ|νω [pɛðiˈklɔnɔ], περδικλώ|νω [pɛrðiˈklɔnɔ] <-σα, -θηκα, -μένος> VERB μεταβ

πεδικλώνω (τρικλοποδιάζω) και μτφ:

πεδικλώνω κάποιον

II . πεδικλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με πεδικλώνω

πεδικλώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский