Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατριωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πατριωτικ|ός <-ή, -ό> [patriɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πατριωτικός (αναφερόμενος στον πατριωτισμό):

πατριωτικός

2. πατριωτικός (της πατρίδας):

πατριωτικός
Vaterlands-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский