Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πατά|σσω <-ξα, -χτηκα> [paˈtasɔ] VERB μεταβ

1. πατάσσω (τιμωρώ αυστηρά):

πατάσσω

2. πατάσσω (καταστέλλω: φοροδιαφυγή):

πατάσσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский