Ελληνικά » Γερμανικά

παρόλο1 [paˈrɔlɔ] ΣΎΝΔ

παρόλ|ο2 <-η, -ο> [paˈrɔlɔ] PREP

Παραδειγματικές φράσεις με παρόλο

παρόλο που έβρεχε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский