Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρηγορώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρηγορ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pariɣɔˈrɔ] VERB μεταβ

παρηγορώ

II . παρηγοριέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский