Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρείσακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρείσακτ|ος <-η, -ο> [paˈrisaktɔs] ΕΠΊΘ

παρείσακτος

II . παρείσακτ|ος <-η, -ο> [paˈrisaktɔs] SUBST αρσ/θηλ

παρείσακτος
Eindringling αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский