Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραπληρωματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραπληρωματικ|ός <-ή, -ό> [paraplirɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παραπληρωματικός (γενικά):

παραπληρωματικός
Ergänzungs-

2. παραπληρωματικός ΓΕΩΜ:

παραπληρωματικός
Komplement-, Ergänzungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский