Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παπαγαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παπαγαλί|ζω <-σα> [papaɣaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. παπαγαλίζω (επαναλαμβάνω τα λόγια άλλου):

παπαγαλίζω

2. παπαγαλίζω (απομνημονεύω):

παπαγαλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский