Ελληνικά » Γερμανικά

παντοκράτορας [pandɔˈkratɔras] SUBST αρσ (κύριος του παντός)

παντοκράτορας

Παντοκράτορας [pandɔˈkratɔras] SUBST αρσ

1. Παντοκράτορας (παράσταση του Χριστού):

Christusbild ουδ

2. Παντοκράτορας (μιλώντας για βυζαντινή τέχνη):

Pantokrator αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский