Παντοκράτορας [pandɔˈkratɔras] SUBST αρσ
1. Παντοκράτορας (παράσταση του Χριστού):
-
Christusbild ουδ
2. Παντοκράτορας (μιλώντας για βυζαντινή τέχνη):
-
Pantokrator αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.