Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πίκραμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πίκραμα [ˈpikrama] SUBST ουδ μτφ (λύπη)

πίκραμα
Verbitterung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский