Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορογενές“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορογενές [ɔrɔjɛˈnɛs] SUBST ουδ ΓΕΩΛ

ορογενές
Orogen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский