Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οξυδέρκεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οξυδέρκεια [ɔksiˈðɛrcia] SUBST θηλ

1. οξυδέρκεια (οξεία όραση):

οξυδέρκεια

2. οξυδέρκεια μτφ (οξεία αντίληψη):

οξυδέρκεια
Scharfsinn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский