Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ονειρεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ονειρ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [ɔniˈrɛvɔmɛ] VERB αμετάβ

II . ονειρ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [ɔniˈrɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με ονειρεύομαι

ονειρεύομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский