Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομόφυλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομόφυλ|ος <-η, -ο> [ɔˈmɔfilɔs] ΕΠΊΘ

1. ομόφυλος (της ίδιας φυλής):

ομόφυλος

2. ομόφυλος (του ίδιου φύλου):

ομόφυλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский