Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομότιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομότιμ|ος <-η, -ο> [ɔˈmɔtimɔs] ΕΠΊΘ

1. ομότιμος (ισότιμος):

ομότιμος

2. ομότιμος (καθηγητής):

ομότιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский