Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομόδικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομόδικ|ος (-η) [ɔˈmɔðik|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΝΟΜ

ομόδικος (-η)
Streitgenosse αρσ (Streitgenossin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский