Ελληνικά » Γερμανικά

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

ομοϊδεάτης (ομοϊδεάτισσα) [ɔmɔiðɛˈatis, ɔmɔiðɛˈatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ομοϊδεάτης (ομοϊδεάτισσα)

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

ομοιότητα [ɔmiˈɔtita] SUBST θηλ

1. ομοιότητα (ταυτότητα):

Gleichheit θηλ

2. ομοιότητα (μοιάσιμο):

Ähnlichkeit θηλ

ομοιόπαυσ|η <-εις> [ɔmiˈɔpafsi] SUBST θηλ ΦΥΣ

ομοιόστασ|η <-εις> [ɔmiˈɔstasi] SUBST θηλ ΒΙΟΛ

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST αρσ, τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST θηλ

ομοιόσφαιρα [ɔmiˈɔsfɛra] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский