Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομορφαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ομορφ|αίνω <-υνα> [ɔmɔrˈfɛnɔ] VERB μεταβ (εξωραΐζω)

ομορφαίνω

II . ομορφ|αίνω <-υνα> [ɔmɔrˈfɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ομορφότερος)

ομορφαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский