Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομογένεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομογένεια [ɔmɔˈjɛnia] SUBST θηλ

1. ομογένεια (κοινότητα καταγωγής):

ομογένεια

2. ομογένεια:

η ομογένεια της Αυστραλίας

3. ομογένεια ΦΥΣ:

ομογένεια
Homogenität θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ομογένεια

η ομογένεια της Αυστραλίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский