Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολόγραφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολόγραφ|ος <-η, -ο> [ɔˈlɔɣrafɔs] ΕΠΊΘ

1. ολόγραφος (χωρίς συντομογραφίες):

ολόγραφος

2. ολόγραφος (όχι σε αριθμούς):

ολόγραφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский