Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολισθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολισθ|αίνω <-ησα> [ɔlisˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

1. ολισθαίνω (παραπατώ):

ολισθαίνω

2. ολισθαίνω (κυλώ προς τα κάτω):

ολισθαίνω

3. ολισθαίνω μτφ (πέφτω σε παράπτωμα):

ολισθαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский