Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολιγοπώλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολιγοπώλιο [ɔliɣɔˈpɔliɔ] SUBST ουδ

ολιγοπώλιο
Oligopol ουδ
διμερές ολιγοπώλιο

Παραδειγματικές φράσεις με ολιγοπώλιο

διμερές ολιγοπώλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский