Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολιγάρκεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολιγάρκεια [ɔliˈɣarcia] SUBST θηλ

ολιγάρκεια
Genügsamkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский