Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οινοπώλης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οινοπώλης (οινοπώλισσα) [inɔˈpɔlis, inɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. οινοπώλης (σε ταβέρνα):

οινοπώλης (οινοπώλισσα)
Wirt(in) αρσ (θηλ)

2. οινοπώλης (σε κατάστημα):

οινοπώλης (οινοπώλισσα)
Weinhändler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский