Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικοδομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικοδομ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikɔðɔˈmɔ] VERB μεταβ

1. οικοδομώ (χτίζω):

οικοδομώ

2. οικοδομώ μτφ:

οικοδομώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский