Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδοντικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδοντικό [ɔðɔndiˈkɔ] SUBST ουδ (φθόγγος)

οδοντικό
Dental αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με οδοντικό

οδοντικό νεύρο
Zahnnerv αρσ
οδοντικό νήμα
Zahnseide θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский