Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οίστρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οίστρος [ˈistrɔs] SUBST αρσ

1. οίστρος (έντομο):

οίστρος
Bremse θηλ

2. οίστρος μτφ (μανία, εθουσιασμός):

οίστρος
Eifer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский