Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξώφυλλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξώφυλλο

ξώφυλλο s. εξώφυλλο

Βλέπε και: εξώφυλλο

εξώφυλλο [ɛˈksɔfilɔ] SUBST ουδ

1. εξώφυλλο (βιβλίου):

Umschlag αρσ

2. εξώφυλλο (παραθύρου):

Fensterladen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский