Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξυλοκρέβατο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξυλοκρέβατο [ksilɔˈkrɛvatɔ] SUBST ουδ

1. ξυλοκρέβατο (κρεβάτι):

ξυλοκρέβατο
Pritsche θηλ

2. ξυλοκρέβατο (φέρετρο):

ξυλοκρέβατο
Sarg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский