Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξιπάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξιπά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈpazɔ] VERB μεταβ

1. ξιπάζω (τρομάζω):

ξιπάζω

2. ξιπάζω (προκαλώ θαυμασμό):

ξιπάζω

II . ξιπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα (περηφανεύομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский