Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσάλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσάλωμα [ksɛˈsalɔma] SUBST ουδ οικ (πλάκα, γλέντι)

ξεσάλωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский