Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεράδι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεράδι [ksɛˈraði] SUBST ουδ

1. ξεράδι (κλαδί):

ξεράδι
dürrer Zweig αρσ

2. ξεράδι οικ (χέρι):

ξεράδι
Arm αρσ

3. ξεράδι οικ (πόδι):

ξεράδι
Bein ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский