Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξενέρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξενέρωτ|ος <-η, -ο> [ksɛˈnɛrɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξενέρωτος (ξεμέθυστος):

ξενέρωτος

2. ξενέρωτος οικ (ανιαρός):

ξενέρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский