Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξάδερφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξάδερφος (ξαδέρφη) [ˈksaðɛrfɔs, ksaˈðɛrfi] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ξάδερφος (ξαδέρφη)
Cousin αρσ
ξάδερφος (ξαδέρφη)
Vetter αρσ
ξάδερφος (ξαδέρφη)
ξάδερφος (ξαδέρφη)
Kusine θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ξάδερφος

δεύτερος ξάδερφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский