Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νότος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νότος [ˈnɔtɔs] SUBST αρσ

1. νότος (σημείο του ορίζοντα):

νότος
Süden αρσ

2. νότος (άνεμος):

νότος
Südwind αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский