Ελληνικά » Γερμανικά

ντόπι|ος <-α, -ο> [ˈdɔpçɔs] ΕΠΊΘ

ντόπιος

εντόπι|ος [ɛnˈdɔpçɔs], ντόπι|ος [ˈdɔpçɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский